- ἱππιστί
- ἱππ-ιστί, Adv.,A = ἱππηδόν, astride,
Ἀφροδίτη ἱ. καθημένη ἐπὶ Ψυχῆς PMag.Par.1.1724
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀφροδίτη ἱ. καθημένη ἐπὶ Ψυχῆς PMag.Par.1.1724
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππιστί — ἱππιστί (Α) [ίππος] επίρρ. πάπ. ιππαστί,* ιππηδόν*, καβάλα, καβαλικευτά, σαν ιππέας … Dictionary of Greek
ἱππιστί — astride indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek